- Ιεροσολύμων, Πατριαρχείο
- Πατριαρχείο της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, με έδρα τα Ιεροσόλυμα (Ιερουσαλήμ). Ως μητέρατων Εκκλησιών, η Ιερουσαλήμ ήταν δεδομένο εξαρχής ότι θα έπαιζε σημαντικότατο ρόλο στην ανάπτυξη και στην οργάνωση της χριστιανικής Εκκλησίας στο σύνολό της. Όμως, η καταστροφή της πόλης το 70 μ.Χ. είχε ως αποτέλεσμα τη διάλυση της νεοσύστατης εβραιοχριστιανικής κοινότητας που είχε ιδρυθεί εκεί. Μετά την επανίδρυση της πόλης το 135 μ.Χ., η επισκοπή Αιλίας Καπιτωλίνας (όπως ονομάστηκε η νέα πόλη) απαρτιζόταν κυρίως από ελληνόφωνους χριστιανούς. Κατά την περίοδο των ρωμαϊκών διωγμών δοκιμάστηκε σκληρά, αλλά μετά την ανακήρυξη του χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας του Ρωμαϊκού κράτους, η άνοδός της στην εκκλησιαστική ιεραρχία υπήρξε κατακόρυφη. Η ανέγερση της μεγάλης βασιλικής της Αναστάσεως (Πανάγιου Τάφου) στον Γολγοθά από τον Μέγα Κωνσταντίνο, η ιδιαίτερη τιμή που της απένειμαν οι διάδοχοί του αυτοκράτορες (ιδίως ο Ιουστινιανός και ο Ηράκλειος), η συγκέντρωση εκεί διαφόρων χριστιανικών κειμηλίων (Τίμιος Σταυρός κλπ.), η συρροή προσκυνητών από όλο τον χριστιανικό κόσμο και η εγκατάσταση πολυάριθμων μοναχικών ταγμάτων στην ευρύτερη περιοχή ήταν οι κυριότεροι ιστορικοί λόγοι που, με τη μοναδική αίγλη της πόλης ως λίκνο του χριστιανισμού, προσέδωσαν στην Εκκλησία των Ιεροσολύμων μεγάλο κύρος. Ύστερα από αυτή την ανέλιξη, η ιεραρχία κατέληξε, στην Δ’ Οικουμενική Σύνοδο που συνήλθε το 451 μ.Χ., να την ανακηρύξει σε πατριαρχείο, πέμπτο στην τάξη (μετά από εκείνα της Ρώμης, της Κωνσταντινούπολης, της Αλεξάνδρειας και της Αντιόχειας). Την τιμή αυτή δικαίωσαν οι μεγάλες θεολογικές προσωπικότητες που αναδείχθηκαν στους κόλπους του Π.Ι. κατά τον 4o, 5ο και 6ο αι., όπως ο επίσκοπος Κύριλλος, ο πατριάρχης Σωφρόνιος και οι περιώνυμοι ασκητές Σάββας (ο λεγόμενος αγιασμένος), Θεοδόσιος ο κοινοβιάρχης, Κύριλλος ο Σκυθοπολίτης και Ιωάννης Μόσχος.
Η περίοδος ακμής ανακόπηκε από την αραβική κατάκτηση της Παλαιστίνης το 637 μ.Χ. Μολονότι ο κατακτητής της πόλης χαλίφης Ομάρ εγγυήθηκε γραπτά την ελευθερία του Π.Ι., οι διάδοχοί του δεν έδειχναν πάντοτε σεβασμό στις συμφωνίες. Φοβεροί διωγμοί εξαπολύθηκαν ιδίως επί Ομάρ Β’ (711-720) και επί Αλ-Χακίμ (996-1020), οπότε πυρπολήθηκε ο ναός της Αναστάσεως. Το μεγαλύτερο μέρος των χριστιανών εξισλαμίστηκε· από τους υπόλοιπους, οι περισσότεροι εξαραβίστηκαν γλωσσικά και πολιτιστικά. Περισώθηκαν, όμως, αξιόλογοι χριστιανικοί και ελληνόφωνοι πυρήνες, από τους οποίους προέρχονται οι μεγάλοι θεολόγοι και υμνογράφοι Ιωάννης ο Δαμασκηνός, Κοσμάς ο Μαϊουμά κ.ά. Αργότερα, κατά τον 11ο αι., η ένταση των διωγμών μετριάστηκε χάρη στη μεσολάβηση των βυζαντινών αυτοκρατόρων, που ανέκτησαν και τον κατεστραμμένο ναό. Χειρότερη από κάθε προηγούμενη ήταν η χαώδης περίοδος που ακολούθησε την κατάληψη των Ιεροσολύμων από τους Σταυροφόρους (1099), οπότε Λατίνοι πατριάρχες αντικατέστησαν τους ορθοδόξους και τα αρχαία προσκυνήματα (εκτός ελαχίστων) πέρασαν υπό τον έλεγχο των καθολικών. Τα πράγματα αποκαταστάθηκαν κάπως μετά την κατάκτηση της Παλαιστίνης από τους Μαμελούκους και την εκδίωξη των Σταυροφόρων (1291). Τα δικαιώματα του Π.Ι. εγγυήθηκε και ο Τούρκος κατακτητής της Παλαιστίνης σουλτάνος Σελίμ Α’ (1517), όμως από τα μέσα του 16ου αι. οι Άγιοι Τόποι κατακλύστηκαν από νέα κύματα καθολικών μοναχών. Οι τελευταίοι, με την υποστήριξη κυρίως του Γάλλου πρεσβευτή στην Πόλη και με συνεχή οικονομική ενίσχυση από τις καθολικές χώρες, αμφισβητούσαν την κυριότητα των ορθοδόξων στα προσκυνήματα. Αξιώσεις προέβαλαν αργότερα και οι Αρμένιοι μοναχοί. Στον διμέτωπο αυτό αγώνα ανάλωσαν τη δραστηριότητά τους –αλλά και σημαντικά ποσά που συγκέντρωναν από εράνους στη Μολδοβλαχία και στη Ρωσία– όλοι οι πατριάρχες Ιεροσολύμων της περιόδου της τουρκοκρατίας, από τους οποίους οι πιο αξιόλογοι ήταν ο Γερμανός (1537-79), ο Θεοφάνης (1608-44), ο Δοσίθεος (1669-1707) και ο Χρύσανθος (1707-31). Ο αγώνας τους –συχνά αμφίρροπος– τελικά δικαιώθηκε. Η ανοικοδόμηση του ναού της Αναστάσεως από τους ελληνορθόδοξους (1808), αρχικά μετά την καταστροφή του από φωτιά και ύστερα από έναν καταστρεπτικό σεισμό (1834), αποτέλεσε την αιτία για νέες έριδες που παρατάθηκαν έως τα μέσα του 19ου αι. και αποτέλεσαν την κύρια αφορμή του Κριμαϊκού πολέμου. Νέα τροπή στο προσκυνηματικό ζήτημα έδωσε η προπαγάνδα των Ρώσων πανσλαβιστών, οι οποίοι υποκίνησαν τους αραβόφωνους ορθοδόξους σε αγώνα για τον εξαραβισμό του πατριαρχείου. Το ζήτημα αυτό έληξε το 1958 με την έκδοση νόμου του ιορδανικού κράτους, ο οποίος κατοχύρωνε τα προαιώνια δικαιώματα του πατριαρχείου και αναγνώριζε τον ελληνορθόδοξο χαρακτήρα του. Σήμερα το Π.Ι. διοικείται από δεκαπενταμελή σύνοδο αρχιεπισκόπων και αρχιμανδριτών (της οποίας προεδρεύει ο πατριάρχης), συντηρεί ελληνικά σχολεία και νοσοκομεία. Στη δικαιοδοσία του υπάγονται –εκτός από τους ιστορικούς ναούς της Αναστάσεως, της Βηθλεέμ και της Γεθσημανής– και 25 ελληνορθόδοξες μονές και ναοί.
Ένα από τα σημαντικότερα βυζαντινά μνημεία της Ιερουσαλήμ είναι ο ναός της Αναστάσεως (φωτ. ΑΠΕ).
Ο εξωτερικός περίβολος του ναού της Γέννησης στη Βηθλεέμ, ο οποίος ανήκει στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων (φωτ. ΑΠΕ).
Dictionary of Greek. 2013.